Η ΒΕΒΗΛΩΣΙΣ ΤΟΥ Ι. Ν. ΑΓ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΑΧΑΡΝΩΝ
Κορυφαῖο γεγονός στήν κακή πορεία τῶν θεμάτων τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση
1. Ἡ βεβήλωση τῆς ἁγιοτόκου Ἑλλάδος στὴν ἀρχὴ τῆς δεκαετίας
Ἡ πρώτη δεκαετία τῆς τρίτης μετὰ Χριστὸν χιλιετίας ἀναμενόταν σύμφωνα μὲ ἐκτιμήσεις εἰδικῶν, ὅτι θὰ ἀποτελοῦσε γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀπαρχὴ θριαμβευτικῆς πορείας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ζωῆς, ἀφοῦ ὁ κακοποιημένος καὶ αἱρετικὸς Χριστιανισμὸς τῆς Δύσεως εἶχε ἀπογοητεύσει τοὺς ἀνθρώπους, ὁδηγοῦσε καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια πλῆθος ψυχῶν. Ἡ μόνη διαφαινόμενη ἐλπίδα καὶ ἄγκυρα σωτηρίας ἦταν καὶ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία, ποὺ ἐκράτησε ἀνόθευτο τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἐνυλωμένο σὲ πράξη ζωῆς ἀπὸ τοὺς ῾Αγίους Μάρτυρες, Ὁσίους καὶ Διδασκάλους. Δυστυχῶς ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία, σχεδὸν στὸν σύνολό της, ἀλλοτριωμένη καὶ διαβρωμένη ἀπὸ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δὲν διακρίνει πλέον μεταξὺ ἀληθείας καὶ πλάνης, Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως· πιστεύει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει παντοῦ, ὅτι καὶ οἱ αἱρέσεις εἶναι ἐκκλησίες.... Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξευτέλισαν τὴν Ἐκκλησία καθιστώντας την μικρὸ καὶ ἰσότιμο μέλος μὲ τὴν πανσπερμία τῶν αἱρετικῶν προτεσταντικῶν κοινοτήτων, μέσα στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ποὺ εἶναι οὐσιαστικὰ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Αἱρέσεων». Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ μὲ τὴν ἀναγνώριση τοῦ παναιρετικοῦ Παπισμοῦ ὡς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας, τοῦ πάπα ὡς ἁγιωτάτου ἐπισκόπου Ρώμης, καὶ τῶν αἱρετικῶν τους μυστηρίων ὡς ἁγιαστικῶν καὶ σωστικῶν, σύμφωνα μὲ τὸ ὑπογραφὲν κοινὸ κείμενον τοῦ Διαλόγου μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν στὸ Balamand τοῦ Λιβάνου τὸ 1993. Εἶχαν διαφανῆ περὶ τὸ τέλος τῆς δεύτερης χιλιετίας κάποια σημάδια ὀρθοδόξου ἀφυπνίσεως· ἀρκετὲς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες εἶχαν ἀποφασίσει νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ἀκολουθοῦσες τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, τὸ ὁποῖο δυστυχῶς ἐπὶ πατριαρχίας Εἰρηναίου ἐπανῆλθε στὴν μάνδρα τῶν αἱρετικῶν Προτεσταντῶν καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει μέχρι σήμερα.
Τὸ θέμα ἐπίσης τῆς ἐπάρατης «Οὐνίας» ὁδήγησε σὲ ὄξυνση τὶς σχέσεις Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν καὶ σὲ προσωρινὴ διακοπὴ τοῦ Διαλόγου. Αὐτὸ ἦταν ἐκ Θεοῦ σημεῖο γιὰ τὴν ὁριστικὴ διακοπὴ ὄχι ἁπλῶς τοῦ ἀνωφελοῦς, ἀλλὰ τοῦ καταστρεπτικοῦ καὶ ἐπιζημίου αὐτοῦ δῆθεν διαλόγου. Οἱ σχεδιασταὶ ὅμως τῆς παγκοσμιοποίησης, τῆς ἑνιαίας Οἰκουμένης, ὄχι τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ τοῦ ᾿Αντιχρίστου, ἀνέκοψαν γρήγορα αὐτὴν τὴν θετικὴ ἐξέλιξη, μὲ συνέπεια, ὅπως ἐπιθυμοῦσαν, ἡ ἀρχὴ τῆς νέας χιλιετίας νὰ μὴ ἀνήκει στὸν Χριστὸ (ἰχθὺς) ἀλλὰ στὸν ᾿Αντίχριστο (ὑδροχόος).
Γι’ αὐτὸ ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὰ τῆς Ἑλλαδικῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, ἐξεπλάγημεν ὅλοι, ὅταν ὁ μέχρι τῆς ἐκλογῆς του εἰς Ἀρχιεπίσκοπον Χριστόδουλος, ὁ ἀπὸ Δημητριάδος, συντηρητικὸς καὶ παραδοσιακὸς Ἱεράρχης, ὅπως καὶ τὸ σύνολο τῶν Ἑλλήνων Ἱεραρχῶν τότε, μεταμορφώθηκε σὲ ἐνθουσιώδη οἰκουμενιστὴ ἀκολουθώντας καὶ μερικὲς φορὲς ξεπερνώντας τὸν οἰκουμενιστικὸ βηματισμὸ τοῦ Φαναρίου. Ἔτσι ἡ ἀρχὴ τῆς πρώτης δεκαετίας τοῦ 21ου αἰῶνος σημαδεύθηκε ἀπὸ τὴν βεβήλωση τῆς ἁγιοτόκου ἀντιπαπικῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα στὴν Ἑλλάδα τὸν Μάιο τοῦ 2001. Εἰς τὰ ὄμματα ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν ὁ αἱρετικὸς πάπας ἀποκαθάρθηκε καὶ νομιμοποιήθηκε ὡς ὁ «ἁγιώτατος ἐπίσκοπος Ρώμης»· ἀχρηστεύθηκαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ παπομάστιγες καὶ ἀντίπαπες, ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ «τὸν πάπαν νὰ καταρᾶσθε».
Τὸ κάστρο τῆς ἀντιπαπικῆς Ἑλλάδος ἔπεσε, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει ἡ ἐκπόρθηση καὶ ἄλλων ὀρθοδόξων ἀκροπόλεων, τῆς Γεωργίας, τῆς Βουλγαρίας, τῆς Κύπρου, τῆς Ρουμανίας, ποὺ πρὸ τῆς Ἑλλάδος ὑπέκυψε καὶ ἑτοιμάζεται γιὰ δεύτερη φορὰ νὰ παραδοθεῖ, ἀκόμη καὶ τῆς σφόδρα ἀντιπαπικῆς Σερβίας, ἡ ὁποία ὑπὸ τὴν νέα της ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία ἔχει ἤδη παραδοθῆ καὶ ἑτοιμάζεται νὰ ὑποδεχθῆ τὸν πάπα, ἀφοῦ ἐξουδετερώθηκε καθαιρεθεὶς καὶ ἐκδιωχθεὶς ὁ νέος ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως Ἐπίσκοπος Κοσσόβου κ. ᾿Αρτέμιος. Ὁ ἐπὶ αἰῶνες πλανῶν τὴν Οἰκουμένην Παπισμὸς ἑστὼς ἐν τόποις ἁγίοις[1]. Ἐλπίζουμε καὶ προσευχόμαστε νὰ παραμείνει τουλάχιστον ἀπόρθητο τὸ κάστρο τῆς Μεγάλης Ὀρθόδοξης Ρωσίας.
2. Μετὰ τοῦ πάπα εἰσῆλθε πλῆθος δαιμονίων στὴν ῾Ελλάδα, ποὺ δροῦν ἀνενόχλητα.
Δὲν περιμέναμε πάντως ὅτι θὰ ζούσαμε παρόμοια καὶ χειρότερη βεβήλωση ἱερῶν τόπων ἀπὸ τὸν διάδοχο τοῦ Χριστοδούλου σημερινὸ Ἀρχιεπίσκοπο κ. Ἱερώνυμο, μολονότι αὐτὸ θὰ συνέβαινε, κατὰ ἀναπόδραστη ἀναγκαιότητα, ἐφ’ ὅσον ὄχι μόνον δὲν ἀποκηρύχθηκαν ὅσα ἐκεῖνος ἔπραξε, ἀλλὰ ἐξακολουθοῦν μέχρι σήμερα νὰ ἐπαινοῦνται καὶ νὰ προβάλλονται ὑπὸ πλειάδος Ἀρχιερέων, μηδ’ αὐτοῦ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἐξαιρουμένου, εἰς δὲ τὰ «Δίπτυχα» νὰ προβάλλεται ἡ ἐπίσκεψη τοῦ πάπα κάθε χρόνο ὡς μεγάλο καὶ σπουδαῖο ἱστορικὸ γεγονός, ὡς διαρκὴς καὶ μόνιμη ἀποδοχὴ τοῦ παναιρετικοῦ Παπισμοῦ. Ὁ πάπας, ὅπως τότε εἴχαμε γράψει, ἦλθε στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ δὲν ἔφυγε, ὡς νοοτροπία καὶ ἐπίδραση, ὅπως καὶ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», στὸ ὁποῖο γιὰ πρώτη φορὰ ἐπί Χριστοδούλου ἐπετράπη νὰ διοργανώσει οἰκουμενιστικὴ ἐκδήλωση στὴν Ἑλλάδα καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο ἐδήλωνε ὅτι δὲν πρόκειται πλέον νὰ ἀποχωρήσει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Πραγματοποιήθηκε ἔτσι αὐτό, ποὺ ἐδίδαξε ὁ Κύριος ὅτι, ἄν μετὰ τὴν ἐκδίωξη δαίμονος, ὅπως ἐξεδίωξαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τὶς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τοῦ ἐπιτρέψουμε νὰ ἐπιστρέψει, τότε δὲν ἐπιστρέφει μόνος, ἀλλὰ μετὰ πολλῶν ἄλλων δαιμόνων.
Μετὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα πλῆθος δαιμονίων δροῦν μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πολιτείας, ἀποδομοῦν, δυσφημοῦν, ἐξευτελίζουν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια· ἄς ἀναλογισθοῦμε τὴν εἰκόνα τῆς Ἑλλάδος πρὸ τοῦ πάπα καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτόν· πλῆθος σκανδάλων πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν, διάλυση τῆς οἰκογενείας μὲ τὰ σύμφωνα ἐλεύθερης συμβίωσης καὶ τοὺς γάμους ὁμοφυλοφίλων, καθαίρεση τῶν θρησκευτικῶν συμβόλων, περιθωριοποίηση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν καὶ μετατροπή του ἀπὸ ὁμολογιακὸ καὶ ὀρθόδοξο σὲ θρησκειολογικὸ καὶ συγκρητιστικό, ἰσλαμοποίηση τῆς ῾Ελλάδος μὲ τὰ τζαμιὰ καὶ τοὺς μετανάστες, λειτουργικὲς μεταρρυθμίσεις καὶ μεταφράσεις, μεταπατερικὴ βλάσφημη καὶ συναφειακὴ θεολογία, καύση καὶ ὄχι ταφὴ τῶν νεκρῶν, ἐκκοσμίκευση μεγαλύτερη τοῦ κλήρου καὶ τοῦ Μοναχισμοῦ, ἀποθράσυνση τῶν Σιωνιστῶν καὶ τῶν Μασόνων, ποὺ προσηλυτίζουν νέους ἀνθρώπους σωρηδόν, ἀκόμη καὶ στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Θεολογίας, καὶ πολλὰ ἄλλα, «ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός». Ὄντως τὰ ἔσχατα εἶναι πολύ χειρότερα ἀπὸ τὰ προηγούμενα κατά τὸ ἀψευδὲς τοῦ Κυρίου στόμα. "Ὅταν τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι’ ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυσιν, καὶ μὴ εὑρίσκον λέγει· ὑποστρέψω εἰς τὸν οἶκόν μου, ὅθεν ἐξῆλθον· καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει σεσαρωμένον καὶ κεκοσμημένον. Τότε πορεύεται καὶ παραλαμβάνει ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ, καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων" [2].
Τὸ κείμενο τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Ὀκτωβρίου πρὸς τὸν λαό, ποὺ ἀναφέρεται στὴν πολύπλευρη κρίση, πνευματικὴ καὶ ὑλική, σημαντικὸ κατὰ τὰ ἄλλα, δυστυχῶς δὲν ἄγγιξε αὐτὴν τὴν διάσταση τῆς ταυτίσεώς μας μὲ τὴν αἵρεση καὶ τῶν ἐναγκαλισμῶν μας μὲ τοὺς αἱρετικούς· ἡ περὶ τὴν ζωὴν χαλαρότητα πολλῶν κληρικῶν, μὲ τὴν ἀνήθικη σαρκικὰ καὶ πολυτελῆ διαβίωση, ὀφείλεται στὸ ὅτι ἐγκαταλείφθηκε ἡ ἀκρίβεια τῶν δογμάτων, προσεβλήθη καὶ προσβάλλεται καθημερινὰ ἡ ὀρθόδοξη πίστη. Πῶς λοιπὸν ὁ Θεὸς θὰ «ὑψώσει κέρας Χριστιανῶν Ὀρθοδόξων», κατὰ τὴν ὀρθρινὴ εὐχή, ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι μετὰ χαρᾶς ταυτίζονται καὶ συμφύρονται μὲ τὴν πανσπερμία τῶν ἀπίστων, τῶν ἀλλοπίστων καὶ τῶν αἱρετικῶν;
῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος ἐμφαντικὰ μᾶς συνιστᾶ καὶ διαπιστώνει· "Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις· Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; Τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τὶς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; Ἢ τὶς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;"[3].
3. Συνεχίζεται ἡ κακή πορεία. ᾿Ενδεικτική ἀναφορά σέ θέματα.
Ἡ αἰφνίδια ἀλλαγὴ στὸ ἐκκλησιαστικὸ σκηνικὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὸν θάνατο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ἐλπίζαμε ὅτι θὰ ἀνακόψει ἢ τουλάχιστον θὰ ἐπιβραδύνει τὸν ταχὺ οἰκουμενιστκὸ βηματισμό της. Ὁ ἐκλεγεὶς Ἀρχιεπίσκοπος κ. Ἱερώνυμος οὔτε πρὸ τῆς ἐκλογῆς του οὔτε καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ἐστηλίτευσε ἢ ἔγραψε κάτι ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Σὲ ἐπίσκεψή μας στὰ γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μετὰ τὴν ἐκλογή, γιὰ νὰ τὸν συγχαροῦμε, ἐγὼ καὶ ἡ πρεσβυτέρα σύζυγός μου, μόνος του μᾶς εἶπε, προφανῶς γνωρίζων ποιὲς εἶναι οἱ ἀνησυχίες μας, ὅτι αφοῦ πρῶτα τακτοποιήσει τὰ διοικητικὰ τῆς Ἐκκλησίας, θὰ ἀσχοληθεῖ καὶ μὲ τὰ ὁμολογιακά, μὲ τὶς σχέσεις μας πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους....᾿Αναχωρήσαμε ἐλαφρῶς εὐχαριστημένοι, τουλάχιστον μὲ τὴν προσδοκία ὅτι ἴσως κάτι ἀλλάξει στὸ θέμα αὐτό, μολονότι προτεραιότητα ἔχουν πάντοτε τὰ τῆς πίστεως, ἡ ὀρθὴ τήρηση τῆς ὁποίας ἐπιφέρει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐξομάλυνση τῶν ἄλλων προβλημάτων, ποιμαντικῶν, διοικητικῶν, οἰκουμενικῶν.
Πέρασαν τρία ἔτη καὶ ὄχι μόνον δὲν ἄλλαξε κάτι, ἀλλὰ ἡ κατάσταση χειροτερεύει,καὶ ἡ συμπόρευση μὲ τὸ οἰκουμενιστικὸ Φανάρι εἶναι ὁλόθυμη καὶ ἀδιατάρακτη, ἐκτὸς τοῦ ὅτι καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει χειροτέρευση τῆς καταστάσεως:
Ὁ Ραδιοφωνικὸς Σταθμὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατελήφθη ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστὲς καὶ τοὺς ἐκσυγχρονιστὲς μὲ διαρκεῖς ἐναντίον του διαμαρτυρίες τῶν πιστῶν Ὀρθοδόξων, ἀκόμη καὶ Ἀρχιερέων, γιὰ ὅσα μεταδίδει.
Τοῦ ἐπισήμου θεολογικοῦ περιοδικοῦ τῆς Ἐκκλησίας «Θεολογία» προΐσταται, τοποθετηθεὶς ὡς διευθυντής, σύμβουλος ἐπὶ ἔτη τοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου, ἀγωνιζόμενος, παντὶ σθένει, νὰ μεταβάλει τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀπὸ ὀρθόδοξο καὶ ὁμολογιακὸ σὲ θρησκειολογικὸ καὶ συγκρητιστικό, σὲ πλήρη ἀντίθεση καὶ διαμάχη μὲ τὴν «Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων», ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ τὴν πλειονότητα τῶν Ἀρχιερέων. Πῶς εἶναι δυνατὸν καὶ κατανοητόν, πῶς συμβιβάζεται ἡ κατάσταση, κατὰ τὴν ὁποία ἡ μὲν Ἱ. Σύνοδος προσπαθεῖ νὰ ἀποτρέψει τὴν ὑποτίμηση καὶ ὑποβάθμιση τοῦ μαθήματος, ὁ δὲ διευθυντὴς τοῦ ἐπισήμου θεολογικοῦ περιοδικοῦ τῆς Ἐκκλησίας πρωτοστατεῖ πρὸς τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση καὶ μεταβάλλει σταδιακά, καὶ πρὸς τὸ παρὸν προσεκτικά, τὴν «Θεολογία» σὲ βῆμα τῶν οἰκουμενιστῶν καὶ ἐκσυγχρονιστῶν θεολόγων τοῦ τύπου τῆς ᾿Ακαδημίας τῶν Θεολογικῶν Σπουδῶν τοῦ Βόλου;
Ὑπὸ τὴν πίεση κληρικῶν καὶ ἁπλῶν πιστῶν, ποὺ διαμαρτύρονται γιὰ καινοτομίες καὶ πλάνες ἡ Ἱερὰ Σύνοδος παίρνει ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν ἐφαρμόζονται, ὅπως ἡ σχετικὴ μὲ τὶς μεταφράσεις λειτουργικῶν κειμένων ἀπόφαση· παρὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς Ἱ. Συνόδου γνωστοὶ Ἀρχιερεῖς χρησιμοποιοῦν μεταφράσεις στὶς Ἱερὲς Ἀκολουθίες, προκαλώντας πολλὲς φορὲς τὴν ὀργὴ ἢ τουλάχιστον τὴν ἀπορία τῶν πιστῶν. Σὲ ὅσους συστηματικὰ καὶ σχεδιασμένα κτυποῦν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ὡς στοιχεῖο σωστικὸ τῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν Ἑλλήνων προστίθενται τώρα καὶ κάποιοι Ἀρχιερεῖς, προφασιζόμενοι ποιμαντικὴ ἀναγκαιότητα, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ καλυφθεῖ καὶ καλύπτεται ἐπὶ αἰῶνες ἀπὸ φωτισμένους καὶ ἀπαθεῖς Ἁγίους μὲ πολλοὺς ἄλλους τρόπους.
Ἡ καταγγελία πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τοῦ σεμνοῦ καὶ θεολογικά συγκροτημένου Μητροπολίτου Κυθήρων κ. Σεραφεὶμ γιὰ ἐκκλησιολογικὴ παρέκκλιση καὶ πλάνη τοῦ Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου σκεπάσθηκε καὶ ἀκυρώθηκε μὲ μία σιβυλλικὴ καὶ γριφώδη ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, χωρὶς σαφῆ καὶ δημόσια ἀποκήρυξη τῆς πλάνης ἐκ μέρους τοῦ ὡς ἄνω Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ἐξακολουθεῖ ἀνεξέλεγκτος νὰ προκαλεῖ τὸ ὀρθόδοξο αἴσθημα κοινωνῶν ἀνεπιφυλάκτως μὲ τοὺς αἱρετικούς.
Ἡ καταγγελθεῖσα ἀπὸ πλειάδα Ἀρχιερέων καταστροφικὴ θεολογικὴ δραστηριότητα τῆς ᾿Ακαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν τοῦ Βόλου, καὶ μάλιστα ὑπὸ ἑνὸς ἐξ αὐτῶν, τοῦ Μητροπολίτου Γλυφάδος, ἐπισήμως μὲ ὑπόμνημα πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, ὄχι μόνον δὲν ἀντιμετωπίζεται, ὅπως θὰ ἔπρεπε, ὡς μεγίστη καὶ πρωτοφανὴς στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὑποτίμηση καὶ περιφρόνηση τῶν ῾Αγίων Πατέρων, ὡς ἀληθινή Πατρομαχία, ἀλλὰ καὶ ἐπαινεῖται γυμνῇ τῇ κεφαλῇ στὶς αὐλὲς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καὶ ὑπὸ οἰκουμενιστῶν θεολόγων, γιὰ νὰ ἀποτραπεῖ πιθανὴ λήψη μέτρων ἀπὸ τὴν ἐν Ἑλλάδι ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία. ᾿Αποκαλύπτεται πάντως σαφῶς ὅτι ὅσοι εἰσηγοῦνται καὶ ὑποστηρίζουν τὰ βλάσφημα φληναφήματα περὶ Μεταπατερικῆς συναφειακῆς θεολογίας, θέλουν νὰ βγάλουν τοὺς ῾Αγίους Πατέρες ἀπὸ τὴ μέση, διότι αὐτοὶ πνευματοκινήτως καὶ θεοπνεύστως ἔθεσαν ὅρια, μέσα στὰ ὁποῖα δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ εἰσέλθει οὔτε νὰ κινηθεῖ ἡ ἄνευ ὁρίων καὶ δογματικῶν φραγμῶν στοχαζομένη καὶ φλυαροῦσα συγκρητιστικὴ θεολογία τῶν Οἰκουμενιστῶν. Τοὺς εἶναι ἐμπόδιο οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ τοὺς ἀγνοήσουν καὶ νὰ τοὺς ξεπεράσουν βλασφημοῦντες κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ μὲ θαυμαστὴ μεταξύ τους συμφωνία ἀναδεικνύει Ἁγίους Πατέρες, τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τῶν ὁποίων, ὅπως καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οὔτε παλιώνουν οὔτε γηράσκουν, γιὰ νὰ χρειάζονται ὑπέρβαση καὶ ἀνανέωση, τὰ ὁποῖα μόνον ὡς γοητευτικὸ σύνθημα τοῦ Σατανᾶ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζονται κατὰ τὸν μακαριστὸ Ὅσιο Γέροντα π. Θεόκλητο Διονυσιάτη[4].
4. ᾿Απρόσμενη βεβήλωση Ἱεροῦ Ναοῦ
᾿
Ἐκεῖνο πάντως, ποὺ δὲν περιμέναμε, εἶναι αὐτό, ποὺ συνέβη στὶς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 2010, ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, στὸν μεγάλο καὶ κεντρικὸ Ἱ. Ναὸ τοῦ ῾Αγίου Παντελεήμονος ᾿Αχαρνῶν τῆς Ἱερᾶς ᾿Αρχιεπισκοπῆς ᾿Αθηνῶν. Τὸ πρωῒ τελέσθηκε τὸ φρικτὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, στὸ ὁποῖο μετὰ φόβου καὶ τρόμου παρίστανται οἱ Ἄγγελοι, καὶ τὸ βράδυ στὸν ἴδιο καθαγιασμένο χῶρο ὀργανώθηκε κοσμικὴ συναυλία μὲ κοσμικοὺς τραγουδιστὰς καὶ τραγουδίστριες καὶ πλῆθος μουσικῶν ὀργάνων.
᾿Ακόμη καὶ ἂν δὲν γνωρίζει κανεὶς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ποὺ προβλέπουν αὐστηρὲς ποινὲς γιὰ ὅσους μετατρέπουν τοὺς ἱεροὺς χώρους σὲ «κοσμικὰ καταγώγια», ἁπλὲς θεολογικὲς γνώσεις καὶ ἁπλὲς ἀρχὲς εὐσεβείας κραυγάζουν ὅτι οἱ Ἱεροὶ Ναοὶ εἶναι ἱεροὶ τόποι καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν μέσα στὸν Ἱ. Ναὸ εἶναι ἱερὰ πράγματα. Μοναδικὴ καὶ ἀποκλειστικὴ χρήση τους εἶναι ἡ λατρεία καὶ ἡ ἐξύμνηση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ τέλεση τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων. Ὅσοι δραστηριοποιοῦνται καὶ ἐνεργοῦν μέσα στοὺς Ἱ. Ναοὺς ἔχουν εἰδικὴ μυστηριακὴ Χάρη καὶ ἀποστολή, ὅπως οἱ κληρικοὶ τῶν τριῶν βαθμῶν τῆς ἱερωσύνης, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι καθίστανται στὰ διακονήματά τους, ὅπως οἱ ἱεροψάλτες, οἱ ἀναγνῶστες, οἱ νεωκόροι, μὲ εἰδικὴ ἱεροτελεστικὴ εὐχὴ καὶ ἀκολουθία. Οἱ ἐκκλησιαζόμενοι ἐπίσης μεταβαίνουν στοὺς Ἱ. Ναούς, ὄχι γιὰ νὰ ἀκούσουν κοσμικὰ τραγούδια ἀπὸ κοσμικοὺς τραγουδιστὲς μὲ κοσμικὸ περιεχόμε νο, ἀλλὰ μόνον τὰ εὐαγγελικὰ λόγια, ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ ᾠδὲς πνευματικές, ὥστε νὰ ἀποσπασθοῦν ἀπὸ τὰ γήϊνα καὶ νὰ ὑψωθοῦν πρὸς τὰ οὐράνια. Ὁ Ἱ. Ναὸς εἶναι οἶκος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τῆς γῆς. Μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν μεταβάλει σὲ κοινὸ οἶκο, σὲ γῆ, σὲ χῶρο κοσμικῶν καὶ γήϊνων ἐκδηλώσεων; Τί νόημα τότε ἔχουν τὰ λειτουργικὰ «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», «τὰς θύρας τὰς θύρας ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν», «τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις»; Ἤδη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ προφητικὸς λόγος εἶναι πολὺ αὐστηρὸς γιὰ ὅσους δὲν διαστέλλουν μεταξὺ ἱεροῦ καὶ βεβήλου· «Οἱ ἱερεῖς αὐτῆς (τῆς Ἱερουσαλὴμ) ἠθέτησαν νόμον μου καὶ ἐβεβήλουν τὰ ἅγιά μου· ἀναμέσον ἁγίου καὶ βεβήλου οὐ διέστελλον καὶ ἀναμέσον καθαροῦ καὶ ἀκαθάρτου... καὶ ἐβεβηλούμην ἐν μέσῳ αὐτῶν»[5]. Γι’ αὐτὸ καὶ μετὰ θείας ὀργῆς ὁ Κύριος ἐξεδίωξε ὅσους εἶχαν προσβάλει τὴν ἱερότητα τοῦ Ναοῦ, μετατρέποντας τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ εἰς οἶκον ἐμπορίου[6]. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τὸν ᾿Απόστολο Παῦλο κατοικεῖ ἐντὸς τοῦ Ἱ. Ναοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ ἄλλα πνεύματα[7].
Θὰ ἠμποροῦσε κανεὶς νὰ παραθέσει πάμπολλες μαρτυρίες γιὰ τὴν ἱερότητα τῶν Ἱ. Ναῶν καὶ τὴν ἀποκλειστική τους χρήση μόνο γιὰ λατρευτικοὺς σκοπούς. Ὑπενθυμίζουμε ἁπλῶς ὅτι, ὅταν στὴν Θεσσαλονίκη ὁ ἱστορικὸς Ἱ. Ναός τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου τῆς Ροτόντας χρησιμοποιήθηκε γιὰ παρόμοιες καλλιτεχνικὲς ἐκδηλώσεις, ξεσηκώθηκε θύελλα διαμαρτυριῶν ἐκ μέρους ἐν πρώτοις τοῦ τοπικοῦ Ἐπισκόπου, τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἄλλων Ἱεραρχῶν, τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν καὶ τοῦ πληρώματος τῶν πιστῶν, ποὺ ζητοῦσαν ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ νὰ ἀποδοθεῖ ὁ Ἱερὸς Ναὸς ἀποκλειστικῶς στὴ λειτουργικὴ χρήση καὶ νὰ παύσει ὡς μουσειακὸς χῶρος νὰ χρησιμοποιεῖται γιὰ καλλιτεχνικὲς καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις. Τὸ Τμῆμα μάλιστα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ὀργάνωσε Ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα τὸν Μάρτιο τοῦ 1997 μὲ θέμα· «Ἅγιος Γεώργιος–Ροτόντα. Λατρευτικὸς ἢ μνημειακὸς χῶρος; Ἱστορική, ᾿Αρχαιολογική, Νομοκανονικὴ καὶ Θεολογικὴ Προσέγγιση». Στὰ δημοσιευμένα Πρακτικὰ αὐτῆς τῆς ἡμερίδος βρίσκει κανεὶς ἄφθονες μαρτυρίες γιὰ τὴν ἀποκλειστικὴ χρήση τῶν Ἱερῶν Ναῶν ὡς χώρων λατρείας. Ἐπειδὴ ὁ Ἱερὸς Ναὸς καθαγιάζεται κατὰ τὴν τελετὴ τῶν ἐγκαινίων καὶ χρίεται δι’ Ἁγίου Μύρου, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ πολλαπλασιαστικῶς καὶ πληθυντικῶς καθαγιάζεται μὲ τὴν ἐν αὐτῷ τέλεση τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, τὴν ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν λόγων καὶ τὴν παρουσία ἱερῶν σκευῶν καὶ εἰκόνων, μένει ἐσαεὶ ἱερός, ἀκόμη καὶ ἂν ἐγκαταλειφθεῖ γιὰ ποικίλους λόγους καὶ ἐρειπωθεῖ. ᾿Απὸ τῆς πλευρᾶς μάλιστα αὐτῆς πρέπει νὰ ἐπανεξετάσουν τὸ θέμα κάποιοι Ἀρχιερεῖς, ποὺ παρίστανται καὶ οἱ ἴδιοι στὴν βεβήλωση Ἱερῶν Ναῶν, ποὺ ἀνήκουν κακῶς στὴν ᾿Αρχαιολογικὴ Ὑπηρεσία, ὅπως π.χ. ὁ Ἱερὸς Ναὸς τοῦ ῾Αγίου ᾿Αχιλλίου Πρεσπῶν, στὰ ἐρείπια τοῦ ὁποίου ὀργανώνονται κάθε ἔτος καλλιτεχνικὲς ἐκδηλώσεις. Ὑπάρχει πολὺς χῶρος δίπλα καὶ γύρω ἀπὸ τὸν Ἱ. Ναὸ γιʼ αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις.
Ἐπίλογος
Σὲ ποιὸν νὰ ἀπευθυνθοῦμε τώρα καὶ ἀπὸ ποιὸν νὰ ζητήσουμε νὰ ἐπιληφθῆ τοῦ θέματος, ὅταν ἡ βεβήλωση τοῦ Ἱ. Ναοῦ τοῦ ῾Αγίου Παντελεήμονος ᾿Αχαρνῶν ἔγινε μὲ πρωτοβουλία τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου ᾿Αθηνῶν κ. Ἱερωνύμου, παρόντος καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ᾿Αλβανίας κ. ᾿Αναστασίου; Θὰ τολμήσουν κάποιοι Ἀρχιερεῖς, τὸ Ἅγιον Ὄρος, οἱ Θεολογικὲς Σχολὲς νὰ παραπέμψουν τὸ θέμα στὴν Ἱ. Σύνοδο; Δυστυχῶς τὰ ἀνοίγματα καὶ οἱ ἀγάπες πρὸς τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς Προτεστάντες ἀσκοῦν ὄντως διαβρωτικὴ ἐπίδραση· αὐτοὺς μιμούμαστε, γιατὶ αὐτὰ ἐκεῖ εἶναι συνηθισμένη πρακτική. Κατὰ τὰ ἄλλα νομίζουμε ὅτι μὲ τοὺς διαλόγους καὶ τὰ οἰκουμενιστικὰ δρώμενα τοὺς βοηθοῦμε καὶ τοὺς ἐπηρεάζουμε νὰ βροῦν τὴν ἀλήθεια. Διαβρωνόμαστε σὲ πολλὰ ἐμεῖς καὶ ἀμφιβάλλουμε γιὰ τὴν μοναδικὴ ᾿Αλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἤδη τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου μιμοῦνται καὶ ἄλλοι· ὅπως ἐγράφη στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» σὲ ἐπαρχιακὸ Ἱ. Ναὸ τῆς Πελοποννήσου μέλη τοπικοῦ συλλόγου ὀργάνωσαν στὸ ὑπόγειο τοῦ Ἱ. Ναοῦ, κάτω ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Θυσιαστήριο, ἑορταστικὴ ἐκδήλωση μὲ μουσικὰ ὄργανα, χοροὺς καὶ φαγοπότια· καὶ ὅταν ὁ ἱερεὺς τοῦ Ἱ. Ναοῦ ἀντέδρασε, οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ συλλόγου τοῦ εἶπαν. «Ὁ Μακαριώτατος ᾿Αρχιεπίσκοπος πῶς ἐπέτρεψε καὶ εἰσῆλθαν ὄργανα στόν Ἱ. Ναὸ τοῦ ῾Αγίου Παντελεήμονος ᾿Αχαρνῶν καὶ μάλιστα τίμησε τὴν ἐκδήλωση μὲ τὴν παρουσία του; Τὰ ὄργανα στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα δὲν ἦταν, καὶ μάλιστα ἀρκετά, πλησίον τοῦ Ἱεροῦ Θυσιαστηρίου»; Ὀρθότατα ὁ συντάκτης τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου» ἐπιλέγει: «Ἐμεῖς θὰ παραθέσουμε ἁπλῶς μία φράση τοῦ ῾Αγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι “Οὐκ ἐστι θέατρον ἡ Ἐκκλησία, ἵνα πρὸς τέρψιν ἀκούωμεν” καθὼς καὶ τὸν Ϟζ´ κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκ. Συνόδου, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι τοὺς “ἀδιακρίτως τοὺς Ἱεροὺς Τόπους κοινοποιοῦντας...εἰ μὲν κληρικὸς εἴη καθαιρείσθω, εἰ δὲ λαϊκὸς ἀφοριζέσθω”»[8].
Ὑποσημειώσεις
1. Ματθ. 24, 15.
2. Λουκᾶ 11, 24.
3. Β´ Κορ. 6, 14-5.
4. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἄρθρα καὶ μελετήματα, ᾿Αθῆναι 1962, σελ. 115 116. Σχετικὰ βλ. καὶ Πρωτοπρεσβ., Θεοδ. Ζήση, Ἑπόμενοι τοῖς ῾Αγίοις Πατράσι. ᾿Αρχὲς καὶ κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 48 ἑ.
5. Ἰεζ. 22, 26.
6. Ἰω. 2, 12-17.
7. Α´ Κορ. 3, 17.
8. Φύλλον 1864, 28 Ἰανουαρίου 2011, σελ. 4, στήλη «Ὀρθόδοξος Παρατηρητής».
Δημοσιεύθηκε στον "Ὀρθόδοξο Τύπο"
στις 25/02/2011