Νικόλαος Ζήσης
Ὁ πατὴρ Ἰουστῖνος Πόποβιτς, γεννήθηκε τὸ 1894. Τὸ 1916, σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν, ἔλαβε τὸ Μοναχικὸ Σχῆμα. Σπούδασε τὴν Θεολογία στὴν Σερβία καὶ στὴν Ρωσία καὶ ἀνεκηρύχθη διδάκτωρ τῆς Θεολογίας ἀπὸ τὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τὸ 1926. Τὸ 1935 ἐξελέγη ὑφηγητὴς καὶ ἀργότερα καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Βελιγραδίου, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸ 1945, ὅταν τὸ κομμουνιστικὸ καθεστὼς τὸν ἐξεδίωξε. Ἔκτοτε καὶ μέχρι τοῦ θανάτου του (1979), ἀποσύρθηκε ὡς πνευματικὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀρχαγγέλων στὸ Τσέλιε, ὅπου συνέχισε τὸ πνευματικὸ καὶ συγγραφικό του ἔργο, ἀποτελώντας, ὅπως λέγει ὁ Καθηγητὴς Ἰωάννης Καρμίρης, τὴν «κεκρυμμένην συνείδησιν τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τῆς μαρτυρικῆς Ὀρθοδοξίας ἐν γένει»1. Ὅπως ἐπισημαίνει χαρακτηριστικὰ ὁ πατὴρ Θεόκλητος Διονυσιάτης παρουσιάζοντας ἕνα ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Γέροντος Ἰουστίνου, «πρέπει νὰ ἴδωμεν τὸν π. Ἰουστῖνον ὄχι ὡς δογματικὸν διδάσκαλον μόνον, ἀλλὰ καὶ ὡς ὅσιον καὶ ὡς προφήτην, διότι ζῆ μέσα εἰς τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ τὴν τραγωδίαν τῶν ἀνθρώπων, πρὸς τοὺς ὁποίους ἐξαγγέλει τὴν μοναδικότητα τοῦ Θεανθρώπου, τὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐκτροπὴν τοῦ Εὐρωπαίου ἀνθρώπου ἀπὸ τῆς Ἀληθείας... Ὅ,τι ἁρνεῖται ὁ π. Ἰουστῖνος, τὸ ἁρνεῖται μὲ θετικὸν τρόπον, διότι πιστεύει ἀκραδάντως, ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατέχει ἐντὸς της τὴν δυνατότητα ἱκανοποιήσεως ὅλων τῶν αἰτημάτων τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ἐφέσεών του καὶ μάλιστα εἰς ἀσυγκρίτως μεγαλύτερον βαθμόν, ἀπ' ὅ,τι αὐτὸς δύναται νὰ ἐπιθυμήσῃ»2.
Οἱ ἐμπειρίες τῶν Σέρβων Ὀρθοδόξων ἀπὸ τὴν συνοίκησή τους μὲ λαοὺς οἱ ὁποῖοι εἶχαν προσχωρήσει στὸν παπισμὸ (Αὐστριακούς, Οὔγγρους, Κροάτες, Σλοβένους), φαίνεται πὼς ὑπῆρξαν ἀφορμὴ γιὰ βαθεία ἀνάλυση ἐκ μέρους τῶν Σέρβων θεολόγων τοῦ εἴδους ἀνθρώπου ποὺ διαμορφώνει ὁ εὐρωπαϊκὸς οὐμανισμὸς3 καὶ τὸ ἀποκορύφωμά του, ὁ Παπισμός4. Παρόμοιες ἐμπειρίες, ἄλλωστε, ἦταν αὐτὲς οἱ ὁποῖες συνετέλεσαν στὸ νὰ γνωρίσουν καὶ οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι τὴν χριστιανικὴ «ἀγάπη» καὶ «δικαιοσύνη» τῶν Φραγκο-Σαξώνων, στὴν πρόσφατη σταυροφορία καὶ κατοχὴ τοῦ σερβικοῦ Κοσσυφοπεδίου.
1. Ἡ ἐπιβίωση τοῦ Ἀρειανισμοῦ5
Ὁ κόσμος μας, καὶ ἰδιαίτερα ὁ ἄνθρωπος, χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἕνα διαρκὴ ἀγώνα ἀνάμεσα σὲ δύο μυστήρια: τὸ μυστήριο τοῦ καλοῦ καὶ τὸ μυστήριο τοῦ κακοῦ. Τὸ μυστήριο τοῦ κακοῦ εἶναι ἔντεχνα ἐλκυστικό. γοητεύει τὸν ἄνθρωπο μέχρι ἔρωτος, καὶ ὁ ἄνθρωπος προσφέρει τὸν ἑαυτό του ὡς θυσία ὁλοκαυτώματος στὴν φοβερὴ αὐτή του ἀγάπη. Ἀντιθέτως τὸ μυστήριο τοῦ καλοῦ εἶναι ταπεινὸ καὶ πρᾶο, ἀντικείμενο λοιδορίας καὶ ἐμπτυσμῶν, γι' αὐτὸ καὶ εἶναι λιγότεροι οἱ ἐραστὲς τοῦ μυστηρίου τοῦ καλοῦ ἀπ' αὐτοὺς τοῦ μυστηρίου τοῦ κακοῦ. Ἐναντίον τοῦ μικροῦ καλοῦ ἀντιτάσσεται μικρὸ κακὸ καὶ ἐναντίον μεγάλου καλοῦ, μεγάλο κακό. Ἔτσι, ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τοῦ καλοῦ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐξέρχεται ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς6. Κύριος σκοπὸς τοῦ Σατανᾶ καὶ ὅλης τῆς στρατιᾶς του ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, εἶναι νὰ ἐκσαρκώσῃ τὸν Θεάνθρωπο, νὰ δείξῃ ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, ἀλλ' ἕνας ἁπλοὺς καὶ ἀδύνατος ἄνθρωπος. Ὁ Σατανᾶς πολέμησε τὴν Ἐκκλησία ἔξωθεν μὲ τοὺς διωγμούς, ἀλλὰ καὶ ἐσωτερικὰ μὲ πιὸ φοβερὸ τρόπο, διὰ τοῦ Ἀρείου. Ὁ Σατανᾶς, ἀφοῦ ἐξῆλθε ἀπὸ τὸν θεοκτόνο Ἰούδα, εἰσῆλθε στὸν Ἄρειο, διὰ τοῦ ὁποίου ἐνήργησε πιὸ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ ὁποτεδήποτε ἄλλοτε7.
Ὁ Ἀρειανισμὸς δὲν ἔχει ἀκόμη ταφεῖ. εἶναι σήμερα τῆς μόδας καὶ ἔχει διαχυθεῖ σὰν ψυχὴ στὸ σῶμα τῆς σύγχρονης Εὐρώπης. στὴν κουλτούρα τῆς Εὐρώπης, στὴν φιλοσοφία, στὴν ἐπιστήμη, στὸν πολιτισμὸ καὶ ἐν μέρει στὴν θρησκεία της, ὑπάρχει κρυμμένος ὁ Ἀρειανισμός. παντοῦ ὁ Χριστὸς συστηματικὰ καταβιβάζεται σὲ ἁπλὸ ἄνθρωπο. «Πόθεν τόσος ἀρειανισμὸς σήμερον;» διερωτᾶται ὁ Γέρων Ἰουστῖνος. «Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε σήμερον τὸ μέτρον τῶν πάντων, μέτρον ὅλων τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ὄντων καὶ πραγμάτων. Μετρὼν μὲ τὸν ἑαυτόν του τὰ πάντα ὁ εὐρωπαϊκὸς ἄνθρωπος ἀπορρίπτει πᾶν ὅ,τι εἶναι εὑρύτερον ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, μεγαλύτερον ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ἀπειρότερον ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον. Τὸ στενόν του μέτρον στενεύει τὸν Θεάνθρωπον εἰς ἄνθρωπον»13.
Ἡ σύγχρονη εὐρωπαϊκὴ σχετικοκρατία14 ἀκολουθεῖ τὸν Ἀρειανισμό. ὁ μεταφυσικὸς σχετικισμὸς γέννησε καὶ τὸν ἠθικὸ σχετικισμό. Δέν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἀπόλυτο οὔτε ὑπεράνω τοῦ κόσμου ἢ τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε στὸν κόσμο ἢ στὸν ἄνθρωπο, οὔτε γύρω ἀπὸ τὸν κόσμο ἢ τὸν ἄνθρωπο15. Ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοὶ ἀνθρωπισμοί, ἀπὸ τὸν φετιχιστικὸ μέχρι καὶ τὸν παπικό, βασίζονται στὸν ἄνθρωπο. Κάθε οὐμανισμὸς στὴν ὀντολογία του δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ χομινισμός. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἀνώτατη ἀξία, ἡ παναξία, τὸ ὕψιστο κριτήριο. «μέτρον πάντων ἄνθρωπος»16. Ὅλοι οἱ οὐμανισμοί, οἱ πρὸ τῆς Ἀναγεννήσεως καὶ οἱ μετὰ τὴν Ἀναγέννηση, οἱ προτεσταντικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί, κοινωνικοί, ἐπιστημονικοί, πολιτιστικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἐπιδιώκουν ἐν γνώσει ἢ ἐν ἀγνοίᾳ ἕνα πρᾶγμα: νὰ ἀντικαταστήσουν τὴν ζωὴ κατὰ Θεάνθρωπον μὲ τὴν ζωὴ κατ' ἄνθρωπον17. Ὁ φανερὸς ἢ κρυφὸς πόθος πολλῶν ἀπὸ τοὺς δημιουργοὺς τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό18. Ἡ οὐσία τῆς πρώτης πτώσης τοῦ ἀνθρώπου συνίσταται ἀκριβῶς στὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπαναστάτησε ἐναντίον τῆς θεοειδοῦς ὀργανώσεως τοῦ «εἶναι», τῆς ὑπάρξεώς του, καὶ στὸ ὅτι παρέμεινε στὴν καθαρῶς ἀνθρώπινη φύση, τὸν «χομινισμό» του. Ἐκδίωξε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, τὴν συνείδησή του καὶ τὴν θέλησή του, δὲν κατόρθωσε, ὅμως, νὰ ἀποβάλῃ τὰ θεοειδὴ ἰδιώματα τοῦ πνεύματός του, τὰ ὁποῖα ἐμφανίζονται ὡς πόθος γιὰ ἄπειρη πρόοδο, ἄπειρη γνώση, ἄπειρη τελειοποίηση, ἄπειρη ὕπαρξη. Μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς οὐμανιστικὲς νοσταλγίες ὁ ἄνθρωπος τείνει πάλι πρὸς τὸ θεοειδὲς ποὺ ἔχασε καὶ οὐσιαστικὰ κραυγάζει γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ Θεανθρώπου19.
Ὅμως ὁ οὐμανιστικὸς ἀνθρωποκεντρισμὸς εἶναι στὴν οὐσία Διαβολοκεντρισμός, διότι ἐπιδιώκει ὅ,τι καὶ ὁ Διάβολος: νὰ ἀποθεανθρωπήσῃ καὶ νὰ ἀθεώσῃ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ οὐμανιστὴς ἄνθρωπος καθίσταται ὅμοιος πρὸς τὸν Διάβολο: καὶ οἱ δύο θέλουν νὰ ἀνήκουν μόνο στὸν ἑαυτό τους, νὰ εἶναι μόνο στὸν ἑαυτό τους καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό τους. μεταφέρονται ἔτσι στὸ βασίλειο τοῦ «δευτέρου θανάτου»20, ὅπου δὲν ὑπάρχει οὔτε Θεός, οὔτε κάτι θεϊκό21. Σὲ τελευταία ἀνάλυση ὅλοι οἱ οὐμανισμοὶ ἐξοντώνουν τὸν ἁμαρτωλὸ μαζὶ μὲ τὴν ἁμαρτία του, διότι δὲν θέλουν τὸν Θεάνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ μόνη σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν θάνατο καὶ τὸν Διάβολο. ὅποιος δὲν εἶναι ὑπὲρ τοῦ Θεανθρώπου εἶναι καὶ κατὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ δολοφόνος τοῦ ἀνθρώπου. Ταυτόχρονα εἶναι καὶ αὐτόχειρας, διότι παραδίδει τὴν ψυχή του στὴν πλήρη ἐξουσία τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καὶ τοῦ Διαβόλου ἐπιφέροντας στὸν ἑαυτό του τὴν αἰώνια κόλαση22.
Ἔξω ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο ὁ ἄνθρωπος χάνει τὴν κεφαλή του, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, τὸν αἰώνιο, τὸν ἀθάνατο, τὸν θεοειδὴ ἑαυτό του. «Ἐκτὸς τοῦ Θεανθρώπου δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ἀλλὰ πάντοτε ὑπάνθρωπος ἢ ἡμιάνθρωπος ἢ μὴ ἄνθρωπος»23. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μεγάλος μόνον διὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ Θεῷ. αὐτὸ εἶναι ἡ θεμελιώδης ἀρχὴ τοῦ θεανθρωπίνου πολιτισμοῦ. «Χωρὶς τὸν Θεὸν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι παρὰ ἑβδομήκοντα κιλὰ αἱμοφύρτου ὕλης»24. Μαραμένος, ὑπανάπτυκτος, ἀντικειμενοποιημένος, ἐκφυλισμένος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ οὐμανισμοῦ εἶχε ἀπόλυτο δίκαιο, ὅταν ἀνακοίνωσε μὲ τοὺς σοφούς του ὅτι ἔγινε ἀπὸ τὸν πίθηκο. ἀφοῦ ἐξισώθηκε μὲ τὰ ζῶα στὴν καταγωγή, γιατὶ νὰ μὴν ἐξισωθῇ καὶ στὴν ἠθική25; Καταφανῶς ὁ εὐρωπαῖος ἄνθρωπος δὲν εἶναι θεός, ἀλλὰ δοῦλος τῆς ὕλης. ὁ αὐτοαποκαλούμενος θεὸς προσκυνεῖ δουλικῶς τὰ πράγματα, τὰ εἴδωλα ποὺ μόνος του δημιούργησε, πουθενὰ δὲ δὲν προσκυνοῦνται τόσο δουλικῶς τὰ πράγματα, ὅσο στὴν Εὐρώπη. Ἡ προσκύνηση αὐτὴ εἶναι τῆς χειρότερης μορφῆς, διότι ἀποτελεῖ προσκύνηση χώματος. «Πέστε μου, δὲν προσκυνεῖ ἄρα γε ὁ ἄνθρωπος χῶμα, ὅταν ἐγωιστικῶς ἀγαπᾶ τὸ γήινον χοϊκὸν σῶμα του καὶ ἐπιμόνως ἰσχυρίζεται: σὰρξ εἰμὶ καὶ μόνον σάρξ;». Κύριο χαρακτηριστικὸ τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου εἶναι ἡ λαιμαργία του ὡς πρὸς τὰ πράγματα. ἡ φετιχιστικὴ μεταφυσική του ἐκδηλώνεται διὰ τῆς φετιχιστικῆς του ἠθικῆς. Ὅπως στὸν εἰδωλολατρικὸ φετιχισμὸ κύριο χαρακτηριστικὸ εἶναι ἡ ἀνθρωποφαγία, ἔτσι καὶ στὸν εὐρωπαϊκὸ φετιχισμό: ἡ ζωὴ εἶναι σφαγεῖο στὸ ὁποῖο ὁ ἰσχυρότερος ἔχει δικαίωμα νὰ σφάξῃ τὸν ἀσθενέστερο26.
Ἡ σχετικοκρατία τῆς φιλοσοφίας ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴν ὁδηγήσῃ σὲ σχετικοκρατία στὴν ἠθική, ἡ ὁποία ὑπῆρξε μὲ τὴν σειρά της μητέρα τοῦ ἀναρχισμοῦ καὶ τοῦ μηδενισμοῦ. αὐτὴ ἡ ἰδεολογικὴ φθορὰ τοῦ ἰδεολογικοῦ ἀναρχισμοῦ καὶ μηδενισμοῦ, ἦταν φυσικὸ νὰ ἐκδηλωθῇ στὸν πρακτικὸ ἀναρχισμὸ καὶ μηδενισμό, μάρτυρες τοῦ ὁποίου ὑπῆρξαν οἱ δύο παγκόσμιοι, «εἰς τὴν πραγματικότητα εὐρωπαϊκοί, πόλεμοι»27. Στοὺς βωμοὺς τῆς νέας εἰδωλολατρίας τὰ τέρατα τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ ἐπιτελοῦν πρωτοφανὴ στὴν ἱστορία σφαγὴ μυριάδων ἀνθρωπίνων ψυχῶν διὰ τῶν χειρῶν τῶν διανοουμένων τῶν λαῶν καὶ τῆς ἀνθρωπιστικῆς ἀγωγῆς τους. «Ὀρθῶς ἔλεγεν ὁ Ἀ. Ζίντ, ὅτι τὸ Νταχάου καὶ ἄλλα στρατόπεδα συγκεντρώσεως εἶναι βωμοί, τοὺς ὁποίους ἀνήγειραν καὶ εἰς τοὺς ὁποίους ἱερουργοῦν οἱ διανοούμενοι τῆς Εὐρώπης μὲ θρησκείαν τὸν πολυθρύλητον ἀνθρωπισμόν των»28.
Ποιὰ εἶναι ὅμως, τέλος πάντων, ἡ σχέση τοῦ Παπισμοῦ μὲ τὸν Ἀρειανισμὸ καὶ τὴν μετεξέλιξή του στὸν νεώτερο εὐρωπαϊκὸ ἀνθρωπισμὸ (οὐμανισμό);
2. Ἡ πτώση τοῦ πάπα
Ἡ Ἀναγέννηση εἶχε πλημμυρίσει τὶς καρδιὲς τῶν Εὐρωπαίων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μαραθεῖ ἀπὸ τὸν Βατικανισμό, μὲ ἐλπίδα. Ὁ βρυκολακικὸς σχολαστικισμὸς στὴ φιλοσοφία καὶ ὁ ἀνθρωποφάγος ἰησουϊτισμὸς στὴν ἠθικὴ εἶχαν ἀπομυζήσει ἀπὸ τὸν εὐρωπαῖο ἄνθρωπο τὶς ζωτικές του δυνάμεις. Ἡ ἀνακαίνιση τοῦ Εὐρωπαίου, ὅμως, ἔγινε μὲ τὴν στροφὴ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, μὲ τὴν ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν διακοπὴ κάθε συνδέσμου μὲ τοὺς ἄνω ἀοράτους κόσμους35.
Ὁ Παπισμὸς δὲν ὑπῆρξε μόνον ὁ πρῶτος οὐμανισμὸς καὶ γενεσιουργὸς αἰτία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἀθεϊστικοῦ οὐμανισμοῦ36. Ἀποτελεῖ ταυτόχρονα ἀποκορύφωμα τοῦ οὐμανισμοῦ καὶ τελευταία προσπάθεια διάσωσής του. Λέγει χαρακτηριστικῶς ὁ π. Ἰουστῖνος πὼς μετὰ τὸν ὀρθολογιστικὸ διαφωτισμὸ 37 τοῦ 18ου καὶ τὸν μυωπικὸ θετικισμὸ38 τοῦ 19ου αἰώνα, δὲν ἀπέμενε τίποτε ἄλλο στὸν εὐρωπαϊκὸ οὐμανισμὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποσυντεθῇ μέσα στὶς ἀντιφάσεις καὶ τὰ ἀδιέξοδά του. τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἡ δογματοποίηση τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα39 ἀπετέλεσε προσπάθεια ἀναζωογονήσεως καὶ διαιωνίσεως τοῦ ἑτοιμοθάνατου οὐμανισμοῦ. τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα «εἶναι ἡ τελευταία μεταμόρφωσις (transformatio) καὶ ἡ τελικὴ ἀποθέωσις (glorificatio) τοῦ οὐμανισμοῦ»40. Τὸ δόγμα αὐτὸ ἔχει κοσμοϊστορικὴ σημασία γιὰ ὅλη τὴν τύχη τῆς Εὐρώπης, ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς ἀποκαλυπτικοὺς καιροὺς στοὺς ὁποίους ἔχει αὐτὴ εἰσέλθει. «Διὰ τοῦ δόγματος αὐτοῦ ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοὶ ἀνθρωπισμοὶ ἀπέκτησαν τὸ ἰδεῶδες καὶ τὸ εἴδωλόν των: ὁ ἄνθρωπος ἀνεκηρύχθη ὑπερτάτη θεότης, πανθεότης. Τὸ εὐρωπαϊκὸν οὐμανιστικὸν πάνθεον ἀπέκτησε τὸν Δία του»41. Ὁ δυτικὸς Χριστιανισμός, στὴν οὐσία του, εἶναι ὁ πιὸ ριζικὸς οὐμανισμός, διότι ἀνεκήρυξε τὸν ἄνθρωπο ἀλάθητο καὶ μετέβαλε τὴν θεανθρώπινη θρησκεία σὲ θρησκεία οὐμανιστική. Ἀπόδειξη γι' αὐτὸ εἶναι πὼς στὴν Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία ὁ Θεάνθρωπος ἀπωθήθηκε στὸν οὐρανό, καὶ στὴν θέση του τοποθετήθηκε ὁ ἀναπληρωτής: Vicarius Christi... «Πόσον τραγικὸς παραλογισμός: νὰ ὁρίζεται ἀντικαταστάτης καὶ ἀναπληρωτὴς διὰ τὸν πανταχοῦ παρόντα Κύριον καὶ Θεόν! Εἶναι ὅμως γεγονὸς ὅτι αὐτὸς ὁ παραλογισμὸς ἐνεσαρκώθη εἰς τὸν δυτικὸν Χριστιανισμόν». Ἔτσι ἐπιτελέσθηκε ἡ ἀποθεανθρώπιση τοῦ Θεανθρώπου, ἡ ἐκ-σάρκωση τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ. Μὲ ὅλα αὐτὰ ὁ οὐμανισμὸς εἶναι σὰν νὰ ἔλεγε στὸν Θεάνθρωπο: Ἀποσύρσου ἀπ' αὐτὸν τὸν κόσμο σὲ ἄλλον, φύγε ἀπὸ μᾶς, διότι ἐμεῖς ἔχουμε τὸν ἀντικαταστάτη Σου, ὁ ὁποῖος σὲ ἀντικαθιστᾶ ἀλαθήτως σὲ ὅλα42. Ἡ Β' Βατικάνειος4344. «Εἰς τὴν πραγματικότητα ἀπὸ αὐτὸ τὸ δόγμα ζῆ, τὸ ἀκολουθεῖ καὶ ἐπιμόνως τὸ ὁμολογεῖ ὁ κάθε εὐρωπαϊκὸς οὐμανισμός»45. Ὑπ' αὐτὴ τὴν ἔννοια κατανοεῖται ἡ θέση πὼς ὁ οὐμανιστικὸς Χριστιανισμὸς ἀποτελεῖ τὴν πιὸ ἀποφασιστικὴ διαμαρτυρία ἐναντίον τοῦ Θεανθρώπου καὶ τῆς ἀξιολογίας καὶ κριτηριολογίας Του46. Τὸ μέγεθος τῆς βατικανείου αὐτῆς πτώσεως δὲν εἶναι διόλου μικρό. Σύνοδος, ἐπιμένοντας καὶ αὐτὴ στὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα = τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἀναγέννηση ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν, ἀναγέννηση πτωμάτων. «Διότι ἀφ' ὅτου ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι παρὼν εἰς τὸν γήινον κόσμον, ὁ κάθε οὐμανισμὸς εἶναι πτῶμα»
«Εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ πάπα. Ἡ οὐσία τῆς πτώσεως εἰς τὴν ἁμαρτίαν εἶναι πάντοτε ἡ ἰδία: τὸ νὰ θέλῃ κανεὶς νὰ γίνῃ καλὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του». ἔτσι ὅμως ἐξισώνεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Διάβολο, ὁ ὁποῖος θέλησε καὶ αὐτὸς νὰ γίνῃ θεὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας συνίσταται σ' αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀλαζονικὴ αὐταπάτη. Αὐτὸ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ἰδίου τοῦ Διαβόλου, τὸ νὰ μὴ θέλῃ τίποτε ἔξω ἀπ' αὐτόν, ἀλλὰ νὰ μένῃ μόνος του, ἑρμητικὰ κλεισμένος ἔναντι τοῦ Θεοῦ47. Ἡ πτώση τοῦ πάπα ἔγκειται στὸ ὅτι θέλει νὰ ἀντικαταστήσῃ τὸν Θεάνθρωπο μὲ ἄνθρωπο48. Μὲ τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου ὁ πάπας σφετερίσθηκε ὅλη τὴν ἐξουσία καὶ τὰ δικαιώματα ποὺ ἀνήκουν στὸν Θεάνθρωπο καὶ αὐτοανακηρύχθηκε Ἐκκλησία ἐν τῇ παπικῇ ἐκκλησίᾳ, ἱδιόμορφος Παντοκράτωρ. γι' αὐτὸ τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα ἀπέβη τὸ κεντρικὸ δόγμα τοῦ Παπισμοῦ, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἀποκηρυχθῇ, ἕως ὅτου ὁ πάπας εἶναι πάπας τοῦ οὐμανιστικοῦ Παπισμοῦ49. Ὁ πυρήνας τοῦ δόγματος τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα = τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀποθεανθρωποίηση τοῦ ἀνθρώπου, πρᾶγμα ποὺ ἐπιδιώκουν ὅλοι οἱ οὐμανισμοί, ἀκόμη καὶ οἱ θρησκευτικοί. ἔτσι ἐπανέρχεται ὁ ἄνθρωπος στὴν εἰδωλολατρία, στὴν πολυθεΐα, στὸν διπλό, φυσικὸ καὶ πνευματικό, θάνατο. Ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο ὁ κάθε οὐμανισμὸς μετατρέπεται σὲ μηδενισμό50. Μὲ τὸ δόγμα τοῦ παπικοῦ ἀλαθήτου ἔγινε δόγμα ὁ εἰδωλολατρικὸς οὐμανισμός, διότι ἔτσι δογματοποιήθηκε ἡ παναξία, τὸ παγκριτήριο τοῦ οὐμανιστικοῦ πολιτισμοῦ «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος»51. Ἡ σμίκρυνση τοῦ Χριστιανισμοῦ σὲ οὐμανισμὸ ἔχει βέβαια ἁπλοποιήσει τὸν Χριστιανισμό, ταυτόχρονα, ὅμως, τὸν ἔχει καταστρέψει52.
Ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ Παπισμοῦ ἔγκειται στὴν τόλμη του νὰ ἀναγάγῃ σὲ δόγμα τὸν σατανικὸ πόθο τοῦ ἀνθρώπου νὰ αὐτοθεωθῇ. λέγει ὁ π. Ἰουστῖνος ὅτι θεωρούμενοι ἀπὸ τὴν σκοπιὰ τοῦ ἀεὶ ζῶντος Θεανθρώπου, τοῦ ἱστορικοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅλοι οἱ ἀνθρωπισμοὶ μοιάζουν μὲ ἐγκληματικὲς οὐτοπίες, διότι ὅλοι φονεύουν καὶ ἐξοντώνουν τὸν ἄνθρωπο ὡς ψυχοσωματικὴ ὀντότητα. Τὸ ἔργο ὅμως αὐτὸ ἔχει ἀναχθεῖ, μὲ τὸ ἀλάθητο τοῦ πάπα, σὲ δόγμα53. Τὸ ἀλάθητο εἶναι φυσικὸν θεανθρώπινον ἰδίωμα καὶ φυσικὴ θεανθρώπινη λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὸ δόγμα τοῦ ἀλαθήτου ὁ πάπας κατέλαβε τὴν θέση τοῦ Θεανθρώπου. Γιὰ τὴν Ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ «... τὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα εἶναι ὄχι μόνον αἵρεσις, ἀλλὰ καὶ παναίρεσις. Διότι καμμία ἄλλη αἵρεσις δὲν ἐξηγέρθη τόσο ριζοσπαστικῶς καὶ ὁλοκληρωτικῶς κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας του... τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι αἵρεσις τῶν αἱρέσεων, μία ἄνευ προηγουμένου ἀνταρσία κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ... ἡ πλέον φρικτὴ ἐξορία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τῆς γῆς... νέα προδοσία, νέα σταύρωσις τοῦ Κυρίου, μόνον οὐχὶ ἐπὶ τοῦ ξυλίνου, ἀλλ' ἐπὶ τοῦ χρυσοῦ σταυροῦ τοῦ παπικοῦ οὐμανισμοῦ. Καὶ ταῦτα πάντα εἶναι κόλασις, κόλασις διὰ τὸ ἄθλιον γήινον ὂν, ποὺ λέγεται ἄνθρωπος»54. Ἡ στροφὴ πρὸς τὸν οὐμανισμὸ εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα ἐντὸς τῆς ὁποίας ζῆ καὶ πρὸς τὴν ὁποία στρέφεται ἡ ἀνθρώπινη πεπτωκυία φύση. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὅμως, ποτὲ δὲν δογματοποίησε ὁποιονδήποτε οὐμανισμό. ἡ τραγωδία τῆς δυτικῆς χριστιανωσύνης ἀντιθέτως ἔγκειται στὸ ὅτι προσπάθησε διορθώνοντας τὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου ἢ καὶ ἁρνούμενη αὐτὸ νὰ εἰσαγάγῃ τὸν δαιμονισμένο οὐμανισμὸ καὶ μάλιστα στὴν καρδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔχει ὡς σκοπὸ τὴν καταπολέμηση τοῦ οὐμανισμοῦ. «Εἶναι φοβερὸν καὶ μόνον νὰ σκεφθῇ κανεὶς πόσον μᾶλλον νὰ εἰπῇ, ὅτι κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον τὸ μοναδικὸν "ἐργαστήριον τῆς σωτηρίας" εἰς τὸν κόσμον τοῦτον μεταβάλλεται βαθμηδὸν εἰς δαιμονοποιημένον "ἐργαστήριον" ἐκβιασμοῦ ἀνθρωπίνων συνειδήσεων καὶ ἀπανθρωπίας... Ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία οὐδὲν δηλητήριον, οὐδεμίαν ἁμαρτίαν, οὐδένα οὐμανισμόν, οὐδὲν ἐπίγειον κοινωνικὸν σύστημα ἀνεκήρυξεν εἰς δόγμα»55.
Τὰ πράγματα, λοιπόν, εἶναι τελείως διαφορετικὰ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία: «Ποία εἶναι ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας; - Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός-... Παντοῦ ὁ Θεὸς ἔχει τὴν πρώτην θέσιν καὶ ὁ ἄνθρωπος τὴν δευτέραν. ὁ Θεὸς ὁδηγεῖ, ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται. ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ, ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ»56. Οἱ ὀρθόδοξοι δὲν κηρύττουν ποτὲ τὸν ἑαυτό τους. ποτὲ δὲν καυχῶνται γιὰ τὸν ἄνθρωπο. ποτὲ δὲν εἰδωλοποιοῦν τὸν ἀνθρωπισμό57. Ἡ Προσωπικότητα τοῦ Θεανθρώπου, μέσα στὴν θεανδρικὴ τελειότητά της εἶναι αἰωνίως καινούργια καὶ νεανική, γι' αὐτὸ δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ ἀνταλλάσσεται οὔτε νὰ ἀντικαθίσταται. Ὁ ἀγώνας γιὰ τὸν Θεάνθρωπο εἶναι ἀγώνας γιὰ τὸν ἄνθρωπο. ὄχι οἱ οὐμανιστές, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι τῆς θεανθρώπινης πίστης ἀγωνίζονται γιὰ τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο, τὸν θεοειδὴ καὶ χριστοειδή58. Οἱ ὀρθόδοξοι ἄνθρωποι εἶναι συνεργοὶ καὶ μόνο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συνεργοὶ οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν προσευχὴ ἀκοῦν τί τὸ Πνεῦμα λαλεῖ, οἱ ὁποῖοι συνεχῶς ποιοῦν ἐκεῖνο ποὺ θέλει τὸ Πνεῦμα, οἱ ὁποῖοι ἐλέγχουν τὶς σκέψεις καὶ τὰ λόγια τους συνεχῶς διὰ τοῦ Πνεύματος59.
Μόνη λύση εἶναι ἡ μετάνοια. ὅπως γιὰ κάθε ἁμαρτία, ἔτσι καὶ γιὰ τὴν «παναμαρτία» τοῦ Παπισμοῦ, ἡ ὁποία περιέχεται εἰς τὸ ἀλαζονικὸ δόγμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα, καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν οὐμανισμῶν σωτηρία προσφέρει μόνο ἡ μετάνοια, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ μεταμορφώσῃ τὸν «ἀλάθητο» εὐρωπαῖο οὐμανιστικὸ ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, κάθε κακό, κάθε κόλαση, κάθε Διάβολο, κάθε οὐμανιστικὸ ὀρθολογισμό62. «Εἰς τὸ οὐμανιστικὸν πάνθεον τῆς Εὐρώπης ὅλοι οἱ θεοὶ εἶναι νεκροί, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν εὐρωπαϊκὸν Δία. Νεκροί, ἕως ὅτου εἰς τὴν μαραμένην καρδίαν των ἀνατείλῃ ἡ μέχρι τελείας αὐταπαρνήσεως μετάνοια, μὲ τὰς ἀστραπὰς καὶ τὰς ὀδύνας της τοῦ Γολγοθᾶ, μὲ τοὺς ἀναστασίμους σεισμοὺς καὶ τὰς μεταμορφώσεις της, μὲ τὰς καρποφόρους της θύελλας καὶ ἀναλήψεις. Καὶ τότε; Τότε θὰ εἶναι ἀτελείωτοι αἱ δοξολογίαι τῶν πρὸς τὸν ἀεὶ ζωοποιὸν καὶ θαυματουργὸν Θεάνθρωπον, τὸν ὄντως μόνον Φιλάνθρωπον εἰς ὅλους τοὺς κόσμους»63.
3. Λευκὴ Δαιμονία ἡ Εὐρώπη
»Τί εἶναι ἡ Εὐρώπη; Εἶναι ἡ ἐπιθυμία καὶ πόθος τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς ἡδονῆς καὶ ἡ γνῶσις. Ἀμφότερα ἀνθρώπινα: ἡ ἀνθρωπίνη ἐπιθυμία καὶ πόθος καὶ ἡ ἀνθρωπίνη γνῶσις. Καὶ τὰ δύο προσωποποιοῦνται εἰς τὸν πάπαν καὶ εἰς τὸν Λούθηρον. Τί εἶναι λοιπὸν ἡ Εὐρώπη; Ὁ πάπας καὶ ὁ Λούθηρος. Χορτασμέναι αἱ ἀνθρώπιναι ἐπθυμίαι εἰς τὸ ἔπακρον, καὶ χορτασμένη ἡ ἀνθρωπίνη γνῶσις εἰς τὸ ἔπακρον. Ὁ εὐρωπαϊκὸς πάπας εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη ἐπιθυμία τῆς ἐξουσίας. Ὁ εὐρωπαϊκὸς Λούθηρος, ἡ πείσμων ἀπόφασις τοῦ ἀνθρώπου τὰ πάντα νὰ ἐξηγηθοῦν μὲ τὸν νοῦν του.«
»Ὁ Παπισμὸς χρησιμοποιεῖ τὴν πολιτικήν, ἐπειδὴ μόνον δι' αὐτῆς ἀποκτᾶ τὶς τὴν ἐξουσίαν. Ὁ Λουθηρανισμὸς χρησιμοποιεῖ τὴν φιλοσοφίαν καὶ τὴν ἐπιστήμην, ἐπειδὴ νομίζει ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος διὰ νὰ ἀποκτήσῃ τὶς τὴν σοφίαν. Οὔτως, ἡ ἐπιθυμία ἐκήρυξε τὸν πόλεμον κατὰ τῆς γνώσεως καὶ ἡ γνῶσις κατὰ τῆς ἐπιθυμίας65. Τοῦτο εἶναι ἡ Εὐρώπη. Εἰς τὴν ἐποχήν μας ὅμως ἦλθε μία νέα γενεὰ Εὐρωπαίων, ἡ ὁποία ἐνύμφευσε τὴν ἐπιθυμίαν μὲ τὴν γνῶσιν καὶ ἀπέρριψε καὶ τὸν πάπαν καὶ τὸν Λούθηρον... Ἡ ἀνθρωπίνη ἐπιθυμία καὶ ἡ ἀνθρωπίνη σοφία ἐστεφανώθησαν εἰς τας ἡμέρας μας καὶ οὔτω συνήφθη γάμος, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι οὔτε ρωμαιοκαθολικὸς οὔτε λουθηρανικός, ἀλλ' ὀφθαλμοφανῶς καὶ δημοσίως σατανικός. Ἡ σημερινὴ Εὐρώπη δὲν εἶναι πλέον οὔτε παπικὴ οὔτε λουθηρανική. Εἶναι ὑπεράνω καὶ ἐκτὸς τούτων. Εἶναι ὁλοτελῶς ἐπίγειος, χωρὶς ἔστω καὶ τὸν πόθον νὰ ἀνεβαίνῃ εἰς τὸν οὐρανόν, εἴτε μὲ τὸ διαβατήριον τοῦ ἀλαθήτου πάπα εἴτε πάλιν διὰ τῆς κλίμακος τῆς προτεσταντικῆς σοφίας. Ἁρνεῖται ἐντελῶς τὸ ταξίδιον ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἐπιθυμεῖ νὰ παραμείνῃ ἐδῶ. Ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι ὁ τάφος της ὅπου καὶ τὸ λίκνον της. Δὲν γνωρίζει περὶ ἄλλου κόσμου. Δὲν αἰσθάνεται τὴν οὐράνιον εὐωδίαν. Δὲν βλέπει εἰς τὸν ὕπνον της τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους. Διὰ τὴν Θεοτόκον δὲν θέλει νὰ ἀκούσῃ. Ἡ ἀκολασία τὴν στερεώνει εἰς τὸ μῖσος κατὰ τῆς παρθενίας.«
»Ὁ βασιλεὺς ἀντίχριστος ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴν τοῦ ΙΘ' αἰῶνος. Ὁ πάπας, ἀντίχριστος, ἀποτελεῖ τὴν μέσην τοῦ ἰδίου αἰῶνος. Οἱ φιλόσοφοι τῆς Εὐρώπης, ἀντίχριστοι (ἀπὸ τὸ φρενοκομεῖον) ἀποτελοῦν τὸ τέλος τοῦ αὐτοῦ αἰῶνος: Ναπολέων ὁ Βοναπάρτης66, ὁ Πῖος67, ὁ Νίτσε68. Τρία μοιραῖα ὀνόματα τῶν τριῶν μεγαλυτέρων ἀρρώστων τῆς κληρονομημένης ἀσθενείας... Ὁ καίσαρ, ὁ ποντίφηξ καὶ ὁ φιλόσοφος... καὶ μάλιστα ὄχι εἰς τὴν ἀρχαίαν εἰδωλολατρικὴν Ρώμην, ἀλλ' εἰς τὴν καρδίαν τῆς βαπτισμένης Εὐρώπης! Δὲν εἶναι αὐτοὶ οἱ νικηταί, ἀλλ' οἱ πλέον νικημένοι. Ὅταν ὁ Βοναπάρτης ἐγέλασεν ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἁγίους ναοὺς τοῦ Κρεμλίνου69, καὶ ὅταν ὁ Πῖος ἀνεκηρύχθη ἀλάθητος, καὶ ὅταν ὁ Νίτσε ἀνεκοίνωσε δημοσίως τὴν λατρείαν του εἰς τὸν Ἀντίχριστον, τότε ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος εις τὸν οὐρανόν... Ποιὸς εἶναι τότε ὁ νικητής, ἂν ὄχι ὁ καίσαρ, ὁ ποντίφηξ καὶ ὁ φιλόσοφος τῆς ἀποχριστιανοποιημένης Εὐρώπης; Ὁ νικητὴς εἶναι ὁ χωρικὸς τῶν Βαλκανίων καὶ ὁ Ρῶσος μουζῖκος70. Ποῖος ἦταν ὁ πλέον ἄγνωστος καὶ ἀσήμαντος καὶ μικρότερος κατὰ τὸν ΙΘ' αἰῶνα, τὸν αἰῶνα τοῦ μεγάλου Ναπολέοντος καὶ τοῦ ἀλαθήτου Πίου καὶ τοῦ ἀπροσίτου Νίτσε, ποῖος, ἂν μὴ ὁ Ρῶσος μουζῖκος, προσκυνητὴς «τῶν Ἁγίων Τόπων», καὶ ὁ χωρικὸς τῶν Βαλκανίων, πολεμιστὴς ἐναντίον τῆς ἡμισελήνου καὶ ἀπελευθερωτὴς τῶν Βαλκανίων71; Διαβολικὸν πεδίον μάχης, διαβολικὸν ἱερατεῖον καὶ διαβολικὴ σοφία, τοῦτο εἶναι ὁ καίσαρ, ὁ πάπας καὶ ὁ φιλόσοφος τοῦ ΙΘ' αἰῶνος. Ὁ ὀρθόδοξος χωρικὸς τῶν Βαλκανίων παρουσιάζει τὸ τελείως ἀντίθετον τούτων: πρῶτον, τὸν σταυροφόρον ἡρωϊσμόν, δεύτερον, τὸ μαρτυρικὸν ἱερατεῖον, καὶ τρίτον, τὴν ἁλιευτικὴν ἀποστολικὴν σοφίαν.«
»Ἐὰν θὰ εἶχε μείνει ἡ Εὐρώπη χριστιανική, θὰ ἐκαυχᾶτο διὰ τὸν Χριστὸν καὶ ὄχι γιὰ τὸν πολιτισμόν της. Καὶ οἱ μεγάλοι λαοὶ τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Ἀφρικῆς, ἀβάπτιστοι μέν, ἀλλὰ μὲ ἔφεσιν καὶ τάσιν πνευματικήν, θὰ ἠδύναντο νὰ κατανοήσουν τοῦτο καὶ νὰ τὸ ἐκτιμήσουν. Διότι καὶ οἱ λαοὶ αὐτοὶ καυχῶνται ἕκαστος διὰ τὴν πίστιν του, διὰ τὴν θεότητά του, διὰ τὰ θρησκευτικὰ βιβλία του... Μόνον οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης δὲν καυχῶνται διὰ τὸν Χριστὸν καὶ διὰ τὸ Ευαγγέλιόν Του, ἀλλὰ διὰ τὰς ἐπικινδύνους μηχανὰς των καὶ τὰ εὐτελῆ προϊόντα τῶν χειρῶν των, δηλαδὴ διὰ τὸν πολιτισμὸν καὶ τὴν κουλτούραν των. Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς εὐρωπαϊκῆς αὐτοκαυχήσεως μὲ τὴν περιβόητον «κουλτούραν», εἶναι τὸ μῖσος ὅλων τῶν μὴ χριστιανικῶν λαῶν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μισήσαντες τὸ μικρὸν ἐμίσησαν καὶ τὸ πλέον μέγα. Μισήσαντες τὰ εὐρωπαϊκὰ προϊόντα καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ἐμίσησαν καὶ τὸν εὐρωπαϊκὸν θεόν. Ἀλλά, ἀλλοίμονον, αὐτὸ δὲν πονᾶ τὴν Εὐρώπην, οὔτε τὴν στενοχωρεῖ. Ἐξ ἄλλου, ἡ ἰδία ἐμίσησε πρώτη ἀπ' ὅλους καὶ ἀπέρριψε τὸν Θεὸν της. Εἰς αὐτὴν τὴν μὴ ἐπίζηλον θέσιν ἔφερε τὴν Εὐρώπην ἡ λανθασμένη ἐξέλιξίς της, ὑπὸ τὴν ἐπίδραση μιᾶς λανθασμένης Ἐκκλησίας, διὰ μέσου τῶν τελευταίων ἐννεακοσίων ἐτῶν. Δὲν εὐθύνονται διὰ τοῦτο οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης. εὐθύνην ἔχουν οἱ πνευματικοὶ ὁδηγοὶ τῶν λαῶν. Δὲν εὐθύνεται τὸ ποίμνιον, ἀλλ' οἱ ποιμένες του... Ἐκτὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ ἡ Εὐρώπη δὲν ἔχει τίποτε διὰ νὰ καυχηθῇ. Χωρὶς τὸν Χριστὸν ἡ Εὐρώπη εἶναι ὁ πτωχότερος ἐπαίτης καὶ ὁ πλέον ἀναίσχυντος ἐκμεταλλευτὴς τοῦ κόσμου τούτου.«
»Οἱ φίλαρχοι καὶ ὑπερήφανοι λαοὶ τῆς Εὐρώπης δὲν ἀναγνωρίζουν ποτέ τὸ σφάλμα των. Ἔχουν χάσει τὴν ἔννοιαν τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς μετανοίας. Διὰ κάθε κακὸν εἰς τὸν κόσμον τὴν εὐθύνην ἔχει ἄλλος, αὐτοὶ ποτέ. Πῶς θὰ ἠδύναντο αὐτοὶ νὰ διαπράξουν ἁμαρτίαν, ἀφοῦ ἐκάθησαν ἐπὶ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνεκήρυξαν τοὺς ἑαυτούς των ἀλαθήτους θεούς! Πρῶτον ἀνεκήρυξε τὸν ἑαυτόν του ἀλάθητον ὁ θρησκευτικὸς των ἡγέτης, ὁ πάπας. Τὸ παράδειγμά του, καὶ εἰς πεῖσμα του72, τὸ ἠκολούθησαν οἱ ἄρχοντες τῆς Δύσεως καὶ οἱ βασιλεῖς. Ὅλοι ἀνεκηρύχθησαν ἀλάθητοι καὶ οἱ τὸν Σταυρὸν φοροῦντες καὶ οἱ τὴν μάχαιραν φέροντες.«
»Τί νομίζετε σεῖς διὰ τὴν Εὐρώπην; Ἡ Ἀφρικὴ καὶ ἡ Ἀσία ὀνομάζουν τοὺς Εὐρωπαίους, «λευκοὺς δαίμονας». Ἐπομένως, θὰ ἠδύναντο νὰ ὀνομάσουν τὴν Εὐρώπην: Λευκὴν Δαιμονίαν. Θὰ τὴν ὠνόμαζον «Λευκήν», ἕνεκα τοῦ χρώματος τοῦ δέρματος, «Δαιμονίαν» δέ, ἕνεκα τῆς μελανότητος τῆς ψυχῆς της...Οὔτως, ἀδελφοί μου, ἀνέστη ὡς βρυκόλαξ εἰς τας ἡμέρας μας ἡ σατανικὴ Ρώμη, ἐκείνη ἡ Ρώμη, πρὸ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου,ἡ ὁποία ἐδίωκε μὲ πῦρ καὶ μάχαιραν τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἠμπόδιζε τὸν Χριστὸν νὰ εισέλθῃ εἰς τὴν Εὐρώπην. Μόνον ὅτι ἡ Λευκὴ δαιμονία ἔχει πέσει εἰς βαρυτέραν ἀσθένειαν ἀπὸ τὴν ἀρχαίαν Ρώμην. Διότι, ἐὰν ἡ εἰδωλολατρικὴ Ρώμη, ἐβασανίζετο ἀπὸ ἕνα δαίμονα, ἡ Λευκὴ Δαιμονία βασανίζεται ἀπὸ ἑπτὰ πονηρὰ πνεύματα, δεινότερα ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν δαίμονα τῆς Ρώμης. Ἰδοὺ λοιπὸν ἡ νέα εἰδωλολατρικὴ Ρώμη, ἰδοὺ νέον μαρτύριον διὰ τὸν Χριστιανισμόν. Νὰ εἶστε ἕτοιμοι εἰς μαρτύριον διὰ τὸν Χριστὸν ἐκ μέρους τῆς Λευκῆς Δαιμονίας73.«
"ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ"
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ
ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ
4 . ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1999